- εχίνωψ
- οβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκουν στην οικογένεια σύνθετα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. echinops < echin- (πρβλ. εχίνος) + -ops (πρβλ. ωψ < όπωπα). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν (επιμελ. Ν. Γ. Πολίτου και Οικονομείου Επιτροπ.)].
Dictionary of Greek. 2013.